- αγυρτικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον αγύρτη: Μεταχειρίστηκε αγυρτικές μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγυρτικός — vagabond masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά … Dictionary of Greek
ἀγυρτικά — ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc pl ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc/acc dual ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικῶν — ἀγυρτικός vagabond fem gen pl ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικόν — ἀγυρτικός vagabond masc acc sg ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικαῖς — ἀγυρτικός vagabond fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικαί — ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικοῦ — ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικούς — ἀγυρτικός vagabond masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικῆς — ἀγυρτικός vagabond fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)